15.7 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣEvandro Agazzi – Eπιστημονισμός και «εκ-φυσικοποίηση» του ανθρώπου

Evandro Agazzi – Eπιστημονισμός και «εκ-φυσικοποίηση» του ανθρώπου

 

φωτο: Leonardo da Vinci – Drapery for a Seated Figure, 1470

Μετάφραση και προλογισμός: Γιώργος Κουτσαντώνης

Ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben, αρκετά γνωστός στην Ελλάδα, στο παρελθόν έχει καταγγείλλει την απανθρωποποίηση της ζωής γράφοντας: «Η γυμνή ζωή δεν είναι πλέον εντοπισμένη σε έναν ιδιαίτερο και απομονωμένο τόπο, ούτε και περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά κατοικεί στο βιολογικό σώμα κάθε έμβιου όντος […] στη νεωτερική βιοπολιτική κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζωής ως τέτοιας, δηλαδή για το αν η ζωή ως τέτοια έχει ή δεν έχει αξία». Ωστόσο, παρά τις διακηρύξεις του περί της «γυμνής ζωής», ενόψει της πανδημίας του κορωνοϊού, σε κείμενό του με τίτλο «Αποσαφηνίσεις» αναφέρει: «Είναι προφανές ότι οι Ιταλοί είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν σχεδόν τα πάντα, τις κανονικές συνθήκες διαβίωσης, τις κοινωνικές σχέσεις, την εργασία, ακόμη και τις φιλίες, τη στοργή, τις θρησκευτικές και πολιτικές τους πεποιθήσεις υπό τον κίνδυνο να αρρωστήσουν. Η γυμνή ζωή – και ο φόβος της απώλειας – δεν είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους, αλλά τυφλώνει και τους χωρίζει». Με αυτή την ελιτίστικη θέση του ο Ιταλός – δίχως να λάβει υπόψη του ότι πολλοί συμπατριώτες του υπήρξαν διατεθειμένοι να «θυσιάσουν» σχεδόν τα πάντα όχι μόνο για τη διαφύλαξη της δικής τους ζωής, αλλά κυρίως για την προστασία της ζωής των άλλων – γίνεται θύμα ενός επιστημονικοποιημένου συστήματος σκέψης που δεν λαμβάνει υπόψη του τη συνολική πραγματικότητα, αλλά μόνο την «αλήθεια» της θεωρίας, ενώ ταυτόχρονα υποπίπτει σε νομικισμό[1]. Ωστόσο, το «αγκαμπενικό παράδειγμα», είναι χρήσιμο διότι έδειξε τα όρια και τις στρεβλώσεις αυτού του ρεύματος σκέψης που αναπτύχθηκε κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 και με τρόπο απόλυτο, έθεσε ως βάση του την προσωπική αυτοπραγμάτωση έναντι μιας δομημένης πνευματικής συγκρότησης που θα συνοδεύεται από ουσιαστική πολιτική παρέμβαση. Πράγματι, η επιχειρηματολογία του Agamben, αν και δείχνει να στοχεύει στην πολιτική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, δεν καταφέρνει κάποιο σοβαρό κριτικό πλήγμα στην κυρίαρχη αφήγηση. Η σκέψη του προσκολλημένη σε μια καθαρά υλιστική ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης – αρνούμενη κάποιο υπερβατικό θεμέλιο – δεν μπορεί να αμφισβητήσει το υπαρξιακό πρωτείο της «γυμνής» ζωής, το οποίο ισχυρίζεται ότι θα ήθελε να υπερβεί. Είναι ακριβώς αυτή η αποδοχή, από τον σύγχρονο άνθρωπο (homo saecularis[2]), του αξιακού συστήματος της επαναστατικής αμφισβήτησης της γενιάς του Agamben με την «εδώ και τώρα» ικανοποίηση ενός ατομικού και υποκειμενικού ηδονισμού που βλέπει το τέλος της σωματικής του ύπαρξης – ή ακόμα και την «απλή» δοκιμασία της αρρώστιας – ως το υπέρτατο Κακό που οφείλει πάση θυσία να αποφύγει. Όταν μάλιστα η σημερινή μεταμοντέρνα Αριστερά αποδέχεται, άλλοτε σιωπηλά κι άλλοτε με θριαμβευτικές ιαχές, τις υποσχέσεις του τεχνικισμού για έναν επίγειο παράδεισο, όπου κάθε επιθυμία του ναρκισσιστικού υποκειμένου θα είναι όχι μόνο ιερή, αλλά και άμεσα πραγματοποιήσιμη, τότε απλά συναινεί στον καταναλωτικό ευδαιμονισμό, γίνεται εξάρτημα της σύγχρονης άναρχο-οικονομίας, ακυρώνει τις «ανώτερες» διακηρύξεις της και αυτοαναιρείται.

Το κείμενο του Evandro Agazzi[3], που μεταφράζουμε στη συνέχεια, αναδεικνύει, με τρόπο ρητό και εμπεριστατωμένο, όχι μόνο τις σοβαρές αντιφάσεις της αγκαμπενικής οπτικής, αλλά και τις προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί μια στοιχειωδώς σοβαρή και ουσιαστική κριτική στη σύγχρονη ειδωλολατρία του επιστημονισμού.

— / —

Ο επιστημονισμός, τον οποίο έχουμε επανειλημμένα καταγγείλει ως επικίνδυνο και ως μια πνευματική αυθαιρεσία, θεωρείται το κατάλληλο μέσο για τη δημιουργία μιας κουλτούρας, που προωθείται από επιδραστικά ρεύματα σκέψης, η οποία έχει υιοθετήσει εξ ολοκλήρου το θετικιστικό πρόγραμμα στις δύο πιο κλασικές πτυχές του: τον επιστημονισμό και τον υλισμό. Στην πραγματικότητα, ορισμένοι θετικιστές του 19ου αιώνα, όπως ο Herbert Spencer, διατηρώντας όλο το εύρος της επιστημονικής γνώσης, παραδέχτηκαν την ύπαρξη μιας «άγνωστης» σφαίρας που θα μπορούσε να είναι αντικείμενο πίστης χωρίς ποτέ να την αρνηθούν ρητά. Αντιθέτως, οι υλιστές, σε κάθε ιστορική εποχή, περιόρισαν σκοπίμως ολόκληρη τη σφαίρα της ύπαρξης στον αισθητό κόσμο και, στη σύγχρονη εποχή, έχουν εμπιστευτεί πλήρως τη γνώση στις φυσικές επιστήμες. Αυτή η θετικιστική-υλιστική κουλτούρα σήμερα ονομάζεται συνήθως «εκ-φυσικοποίηση»[4], και ουσιαστικά συνίσταται στην έκπτωση ορισμένων θεμελιωδών φιλοσοφικών επιστημών σε κεφάλαια των φυσικών επιστημών (τα οποία έχουν επεκταθεί κατάλληλα για τον σκοπό αυτό). Έτσι, για παράδειγμα, μιλάμε για «εκ-φυσικοποιημένη επιστημολογία» που σημαίνει μια θεωρία της γνώσης που μειώνεται στο άθροισμα των αποτελεσμάτων της πειραματικής ψυχολογίας ή μιλάμε για «εκ-φυσικοποιημένη ηθική» που σημαίνει προσπάθεια εξήγησης της ηθικής συνείδησης και των ηθικών κανόνων ως προϊόντα των βιολογικών δομών του ανθρώπου και ως αποτελέσματα της εξέλιξης. Γενικότερα, υποστηρίζεται ότι οι τεχνοεπιστήμες είναι σε θέση να εξηγήσουν, χωρίς κενά, όλες αυτές τις ιδιότητες (όπως η σκέψη, η ελευθερία, η συνείδηση, κ.α.) που, παραδοσιακά, υποδεικνύονταν ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ανθρώπου σε σύγκριση με την καθαρή και απλή υλική «φύση».

Αυτός ο νατουραλισμός αρέσκεται να αυτοπαρουσιάζεται ως η πιο ώριμη έκφραση της σύγχρονης κριτικής συνείδησης, δεδομένου ότι χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα των πιο εκλεπτυσμένων και προηγμένων επιστημών (όπως η νευροεπιστήμη και η επιστήμη των υπολογιστών). Ωστόσο είναι θεμιτό να αναρωτηθούμε το εξής: μήπως στην πραγματικότητα, ως φιλοσοφική θέση, αυτή η «εκ-φυσικοποίηση» είναι μια σημαντική οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με αυτό που ο δυτικός πολιτισμός είχε κατακτήσει τόσο επίπονα μέσα από αιώνες στοχασμού; Για να το θέσουμε ως παράδοξο, μια τέτοια «εκ-φυσικοποίηση του ανθρώπου σημαίνει, υπό μια ορισμένη έννοια, οπισθοδρόμηση στο επίπεδο των προσωκρατικών φιλοσοφιών. Υιοθετώντας με τρόπο ανεπίγνωστο ή και ανομολόγητο το γνωστό θετικιστικό πλάνο, η πιο διαδεδομένη άποψη φαίνεται να είναι αυτή σύμφωνα με την οποία, πρέπει να αφήσουμε πίσω μας το «θεολογικό» όραμα της μεσαιωνικής κουλτούρας – όπου ο άνθρωπος είχε μια διακριτή θέση, ανώτερη από τη φύση, λόγω της συμμετοχής του στην υπερφυσική τάξη της χάριτος – και να ξεπεράσουμε το «μεταφυσικό» όραμα των διαφόρων φιλοσοφιών που πάντα αναγνώριζαν στον άνθρωπο ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό – ξεχωριστό και μη υποβιβάσιμο στην καθαρή φυσικότητα – στη σφαίρα του «πνεύματος». Όλα αυτά για να προσεγγίσουμε επιτέλους ένα «θετικό» όραμα, το οποίο είναι επιστημονικό: ο άνθρωπος διερευνάται και κατανοείται χρησιμοποιώντας τις κατηγορίες της επιστημονικής-πειραματικής γνώσης, με αποτέλεσμα να βυθίζεται πλήρως στον φυσικό κόσμο, να χαρακτηρίζεται από αυτόν – στην καλύτερη περίπτωση, από έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας. Η συνολική ένταξη του ανθρώπου στην κοίτη του ποταμού της φύσης θα ήταν επομένως το σημείο άφιξης, η ωριμασμένη συνειδητοποίηση μιας προόδου αιώνων, η οποία μας θεράπευσε από κάποιες περήφανες παιδικές ψευδαισθήσεις. Ωστόσο, όπως είπαμε παραπάνω, αυτό το υποτιθέμενο σημείο άφιξης είναι στην ουσία μια οπισθοδρόμηση προς ένα σημείο εκκίνησης: στην πραγματικότητα η ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας – δηλαδή της συνειδητής αντανάκλασης του ανθρώπου σε σχέση με την πραγματικότητα – δείχνει ότι στην αρχή ο άνθρωπος θεώρησε τον εαυτό του ως απλό τμήμα της φύσης, ως πράγμα μεταξύ πραγμάτων, και μόνο μετά από κάποιους αιώνες ωρίμανσης της φιλοσοφικής σκέψης έφτασε να ανακαλύψει τη δική του ιδιαιτερότητα. Πιο συγκεκριμένα, με τον Σωκράτη εκφράζεται με σαφήνεια και επιτακτικότητα η ερώτηση: «Τι είναι ο άνθρωπος;», Ποια είναι η ουσία του; Ερώτηση που αντιστοιχεί στο πασίγνωστο «γνῶθι σαὐτόν». Η σωκρατική απάντηση, όπως όλοι ξέρουμε, ήταν: «άνθρωπος είναι η ψυχή του», και με αυτό ξεκίνησε το νοητικό ταξίδι, που εμβάθυνε με τον Πλάτωνα, και έκτοτε δεν εγκαταλείφθηκε από τη δυτική σκέψη, η οποία συνίστατο στη διερεύνηση όλων όσων κάνουν τον άνθρωπο διαφορετικό από την απλή φύση, παρά το ότι βυθίζεται μέσα της και ριζώνεται σ’αυτή. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να πούμε ότι οι περίφημες πλατωνικές θέσεις περί της αθανασίας της ψυχής αποτελούν τις πρώτες προσπάθειες «να αποδειχθεί η ύπαρξη του ανθρώπου», δηλαδή, να αποδειχθεί ορθολογικά ότι ένα Ον «Υπάρχει» (Όντως Ον) στον κόσμο, ή εάν θέλετε, ένας τύπος όντων που είναι μη μειώσιμος – γιατί ουσιωδώς διαφορετικός – στον κανόνα της φυσικότητας· είτε αυτή είναι η καθαρή φυσικότητα της άψυχης ύλης, είτε είναι αποκλειστικά μια βιολογική φυσικότητα. Όταν αυτή η κυκλώπεια προσπάθεια και η αναζήτηση οφέλους – που οδήγησε στην επινόηση ή την ανακάλυψη της μεταφυσικής – εμβολιάστηκε με τη συνεισφορά του βιβλικού-χριστιανικού μηνύματος (το οποίο πρόσθεσε σε αυτήν την ορθολογική ανακάλυψη, το αποκαλυπτικό συμπλήρωμα της συμμετοχής χάρη στη θεϊκή φύση) η δυτική ανθρωπολογία έφτασε στο αποκορύφωμά της: κάτι πολύ διαφορετικό από το υποτίθεται διαισθητικό, αφελές, και παιδαριώδες όραμα- όπως θέλει να το παρουσιάζει η θετικιστική αντίληψη. Ακόμη κι αν αφήσουμε στην άκρη τη θρησκευτική πτυχή του ζητήματος, αρκεί να θυμηθούμε ότι η πιο σχετική και αναγνωρισμένη συμβολή της σύγχρονης σκέψης στη φιλοσοφία είναι η μελέτη της υποκειμενικότητας, δηλαδή, για μια ακόμη φορά, μιας διάστασης της πραγματικότητας που δεν περιορίζεται στην ύλη και στους νόμους της.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, γεννιέται αυθόρμητο το ερώτημα: γιατί μια τόσο μεγάλη κατάκτηση, ένα τέτοιο όφελος για τον άνθρωπο, μπόρεσε να ξεθωριάσει και σχεδόν να εξαφανιστεί; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα φαίνεται να είναι η ακόλουθη: με την έλευση της σύγχρονης εποχής, η Δύση επικεντρώθηκε σε ένα νέο όφελος, δηλαδή, ανακάλυψε μια ιδιαίτερα αποτελεσματική και γόνιμη νέα μέθοδο για την προώθηση της γνώσης, ειδικά όσον αφορά τον φυσικό κόσμο. Αυτή η μέθοδος είναι η επιστήμη, που από το πεδίο της νατουραλιστικής έρευνας, αποδείχτηκε ικανή να επεκτείνεται και σε άλλους τομείς. Εν μέρει χάρη στην καινοτομία της, εν μέρει χάρη στο μεγάλο πλούτο των αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν από την υιοθέτησή της, κατάφερε να συναρπάσει τόσο πολύ το μυαλό, που κάποιοι πίστεψαν ότι θα μπορούσε, ή ακόμη και θα έπρεπε, να αντικαταστήσει όλα τα άλλα εργαλεία της γνώσης. Κατά συνέπεια τα πεδία της πραγματικότητας, ή απλά οι διαστάσεις και οι πτυχές της που δεν μπορούν να διερευνηθούν ή να «δαμαστούν» μέσα από αυτή τη μέθοδο, παραμελήθηκαν, εμφανίστηκαν ως ακατανόητα και ως εκ τούτου σταδιακά περιθωριοποιήθηκαν και σήμερα τείνουν να θεωρούνται ανύπαρκτα.

Αυτό είναι ένα γεγονός που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει και του οποίου η αυστηρά ιστορική φύση πρέπει να γίνει κατανοητή. Σε τελική ανάλυση, είναι αναπόφευκτο ο άνθρωπος να εφαρμόζει σε όλη τη γνώση της πραγματικότητας τις κατηγορίες και τις μορφές σκέψης που σε μια δεδομένη ιστορική εποχή κυριαρχούν και που, αναπόφευκτα, οδηγεί σε ανεπάρκεια της γνώσης και της κατανόησης εκείνων των διαστάσεων της πραγματικότητας για τις οποίες, αυτές οι μορφές σκέψης, είναι λιγότερο κατάλληλες. Επομένως, δίχως αμφιβολία, η μεταφυσική και αφαιρετική προσέγγιση της κλασικής ελληνικής σκέψης μείωσε το γνωσιακό δυναμικό της φυσιοκρατικής έρευνας, ακόμη και της ίδιας της ιατρικής, για την οποία είναι απαραίτητη μια ευδιάκριτη επέμβαση εμπειρικής έρευνας και επαγωγικών μεθοδολογιών παρατήρησης. Έτσι, είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι η ισχυρή θεολογική-υπερβατική φυσιογνωμία της μεσαιωνικής-χριστιανικής σκέψης είχε οδηγήσει σε περιορισμό της ικανότητας διερεύνησης του φυσικού κόσμου, καθώς και πολλών «επίγειων πραγματικοτήτων» του ανθρώπινου κόσμου. Αναλόγως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η δυσκολία που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος στην «εκπροσώπηση» μορφών πραγματικότητας -που δεν μπορούν να συλληφθούν μέσω της επιστημονικής προσέγγισης- είναι μια φυσική συνέπεια της μεγάλης ανάπτυξης των επιστημών. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, μπορούμε να εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση χωρίς υπέρμετρες δραματοποιήσεις. Κατά βάση, είναι θέμα αναγνώρισης ότι η ουσιαστική πρόοδος συνίσταται στη διαφύλαξη όλων εκείνων των ωφέλιμων στοιχείων που έχουν επιτευχθεί ιστορικά, και στην προσπάθεια να γίνουν συμβατά και να εναρμονιστούν μεταξύ τους σε μια σύνθεση που, από καιρό σε καιρό, ανασυγκροτείται εκκινώντας από τη νέα γνώση που έχει αποκτηθεί. Αυτό, πρώτον, απαιτεί επίγνωση των περιορισμών αυτών των κατηγοριοποιήσεων και των εννοιολογικών οπτικών που, ωστόσο – στους συγκεκριμένους τομείς εφαρμογής τους – επέτρεψαν σημαντικές προόδους. Σε ό,τι αφορά στο πρόβλημά μας, προτείνουμε τηνανασυγκρότηση που θα οδηγήσει σε μια πιο προηγμένη σύνθεση, η οποία θα περιλαμβάνει την υπέρβαση της «εκ-φυσικοποίησης» του ανθρώπου, ενώ παράλληλα θα είναι θέση να λάβει υπόψη τι γίνεται με τη «φυσικότητά» του, για την οποία καταφέραμε να γνωρίζουμε πολλά ακολουθώντας τις διάφορες επιστημονικές αναγνώσεις.

Οι εξαγωγές συμπερασμάτων επιστημονικού χαρακτήρα διευκολύνθηκαν από μια κίνηση που, στην αρχή, φαινόταν ως ένα συνετό στρατηγικό μέτρο που στόχευε στη διαφύλαξη της αμετάκλητης ιδιαιτερότητας του ανθρώπου. Διαφύλαξη του ανθρώπου, δηλαδή, από τον καρτεσιανό δυϊσμό, στις βαθιές αντιφάσεις και ανεπάρκειες του οποίου έχουμε ασκήσει ιδιαίτερα σφοδρή κριτική. Έχουμε, επίσης, ήδη δει ότι η νατουραλιστική προοπτική δεν έχει στην πραγματικότητα ξεπεραστεί ακόμα ούτε σε εκείνες τις επιστήμες που λαμβάνουν υπόψη δυο διαστάσεις της ανθρώπινης πραγματικότητας και που είναι δύσκολο να αποκρυβούν, ήτοι εκείνες της σκοπιμότητας και του νοήματος. Πρόκειται για τις «επιστήμες του ανθρώπου» που συχνά υιοθετούν (αψηφώντας όλα όσα αυτό συνεπάγεται) μεθοδολογικά κριτήρια όσο το δυνατόν πλησιέστερα στις πειραματικές διαδικασίες, ακόμη και στα μαθηματικά μοντέλα, των φυσικών επιστημών, έχοντας αποδεχθεί τον αποκλεισμό, από τα επεξηγηματικά τους μοντέλα, παραμέτρων όπως το νόημα, η σκοπιμότητα, οι αξίες, η ελευθερία. Από την ψυχολογία, την κοινωνιολογία και την ιστορία, μέχρι τα οικονομικά, τη γλωσσολογία και την πολιτισμική ανθρωπολογία, έχει υιοθετηθεί μια στρατηγική αναζήτησης των αιτιών που ενεργούν στον άνθρωπο από το εξωτερικό, ικανή να καθορίζει του τρόπους ύπαρξης και συμπεριφοράς: η απόδειξη της επιστημονικότητας μιας έρευνας συνδέεται πολύ συχνά με την ικανότητα εντοπισμού, ακόμη και στην περίπτωση του ανθρώπου, πραγματικών ή υποτιθέμενων μηχανισμών (γενετικών, νευροφυσιολογικών, ψυχικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών, πολιτιστικών, πολιτικών) που καταλήγουν να αδειάζουν το νόημα από ολόκληρη τη σφαίρα της ύπαρξής του ανθρώπου και του κόσμου που δημιουργεί: αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός περίπλοκου συστήματος ντετερμινισμών που δεν εξαρτώνται από τον άνθρωπο, αλλά που τον εξαρτούν από κάθε πλευρά.

Αντιμέτωποι με την επέκταση αυτών των επιστημών, την επιρροή τους και την αξιοπιστία τους (η οποία σε πολλές περιπτώσεις είναι κατά πολύ κατώτερη της πραγματικής) σήμερα βιώνουμε ένα κενό νοήματος της ανθρώπινης ζωής, κατανοητό στην πληρότητά του όρου, σε εκείνη δηλαδή την πληρότητα που συνίσταται στο να θεωρήσουμε το σύνολο των διαστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης. Η «ζωή» τείνει τώρα να αποκτήσει ένα αποκλειστικά βιολογικό νόημα, αν και διευρυμένο, που δηλαδή επεκτείνεται σε εκείνες τις διαστάσεις της βιολογικότητας στις οποίες ακόμη και οι πιο περίπλοκοι παράγοντες που χαρακτηρίζουν ένα ζωντανό είδος – που έχει φτάσει σε έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό βιολογικής εξέλιξης, επομένως φιλοξενεί πιο περίπλοκα φαινόμενα και «μηχανισμούς»- αλλά ουσιαστικά δεν διαφέρει από τους ίδιους του μηχανισμούς του μεταβολισμού ή της φυσιολογικής οργάνωσης.

Αναφέραμε επιγραμματικά αυτό το ευρύ φάσμα «νατουραλιστικών» επιστημών για να δώσουμε μια ιδέα για το πόσο ποικιλόμορφο είναι το πανόραμα της ανθρώπινης «εκ-φυσικοποίησης». Στη συνέχεια θα περάσουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες εστιάζοντας σε έναν κλάδο όπου η τεχνοεπιστήμη έρχεται σε στενότερη επαφή με την εικόνα που μπορεί να έχει ο σύγχρονος άνθρωπος για τον εαυτό του: τη λεγόμενη τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ). Για την ανάλυση της ΤΝ, σε προηγούμενα τμήματα αυτού του βιβλίου, έχουμε ήδη παραθέσει ορισμένες έννοιες που θα διευκολύνουν την ανάλυσή της…


[1] Ο Agamben βλέπει το καθεστώς έκτακτης ανάγκης μόνο ως πρόδρομο του καθεστώτος εξαίρεσης. Όπως στη Γερμανική περίπτωση, ο Χίτλερ επέβαλε καθεστώς έκτακτης ανάγκης που οδήγησε σε καθεστώς εξαίρεσης, ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι το ίδιο μπορεί να γίνει και σήμερα γι’αυτό και θεωρεί ότι οι Ιταλοί «τυφλώνονται». Ωστόσο, έτσι καταλήγει να κρίνει με βάση έναν νομικισμό διότι παραβλέπει: α) ότι οι κοινωνικές συνθήκες το 1930 ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές και β) ότι το ενδεχόμενο ένας νόμος να οδηγηθεί από την έκτακτη ανάγκη σε κατάσταση εξαίρεσης δεν εξαρτάται μόνο από το νόμο – που παρέχει σε ένα κράτος την δυνατότητα να περιορίζει ορισμένες ελευθερίες  – αλλά και από τις συνθήκες που οδηγούν έναν νόμο προς μια συγκεκριμένη ή προς κάποια άλλη κατεύθυνση.

[2] Βλ. Ρομπέρτο Καλάσσο – Περί μύθων, θεών και του «ακατονόμαστου παρόντος», [άρθρο] για το διαδικτυακό περιοδικό ResPublica.gr (2020).

[3] Evandro Agazzi, Le rivoluzioni scientifiche e la civiltà dell’occidente, Fondazione Boroli, Milano (2008), σελ. 236 – 241.

[4] ΣτΜ.: σε προηγούμενη μετάφρασή μας (βλ. Evandro Agazzi – Το πρόβλημα της ζωής) ο όρος “naturalizzazione” είχε μεταφραστεί στα ελληνικά ως «εγκλιματισμός», ωστόσο θεωρούμε ότι για το πλαίσιο των ζητημάτων που θέτει ο Agazzi, είναι προτιμότερος ο όρος «εκ-φυσικοποίηση» καθώς δηλώνει την προσπάθεια ένταξης (και προσαρμογής) μεγάλου τμήματος της φιλοσοφικής σκέψης στο πεδίο των φυσικών επιστημών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;